- πανοίμοι
- πανοίμοιoh utter woe!indeclform (exclam)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανοίμοι — Α επιφών. ω μεγάλη δυστυχία («οἴμοι, πανοίμι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + οἴμοι, επιφών. θλίψης, πόνου] … Dictionary of Greek